παρακαταχρώμαι

παρακαταχρώμαι
-άομαι, Α
μεταχειρίζομαι κάτι για έναν σκοπό («ἡ φύσις παρακαταχρῆται καὶ ἐπὶ τούτων», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”